- σαχλός
- -ή, -ό / σαχλός, -ή, -όν, ΝΜάνοστος, ανούσιος, ανόητοςνεοελλ.1. αυτός που λέει άνοστα αστεία2. αυτός που κάνει σαχλαμάρεςμσν.πλαδαρός, μαλακός, γλοιώδης («ἄσπαστρον, ἄξυντον, σαχλόν, ἀνάλατον, βρωμιάριν», Πρόδρ.).επίρρ...σαχλά Νμε σαχλό τρόπο («φέρεται σαχλά»).[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη το επίθ. σαχλός έχει σχηματιστεί από σαφλός (προφορά Πόντου) < παλαιότερο σαθλός αντί σαθρός κατ' επίδραση τού μσν. σαλός με την ίδια σημ. Κατ' άλλη άποψη, η λ. έχει προέλθει από το επίθ. σαχνός «τρυφερός, ασθενής, αδύναμος»].
Dictionary of Greek. 2013.